Страница:Евтидем (Платон, 1878).pdf/58

Эта страница не была вычитана
— 53 —

ρήτορες όταν λέγωσιν εν τώ δήμψ, ούδέν πράττουσι; Πράττουσι μεν ουν, ή δ* ός. Ούκούν εϊπερ πράττουσι, και ποιοϋσι; Ναί. | C Τό λέγειν άρα πράττειν τε και ποιεΐν έστίν; Ώμολόγησεν.

Ούκ άρα τά γε μή δντ3 έφη λέγει ουδείς* ποιοι γάρ αν ήδη s τί* σύ δε ώμολόγηκας τό μή δν μή οΐόν τ’ είναι μη δε ποιεΐν ώστε κατά τό σόν ούδεις ψευδή λέγει, άλλ3 ειπερ λέγει Διονυσό-δωρος, τάληθή τε και τά όντα λέγει.

Ктезиппъ замѣчаетъ, что здѣсь понятіе сущаго употреблено не такъ какъ оно есть·, напримѣръ — во мнѣніи людей хорошихъ.

Νή Δία, έφη о Κτήσιππως, ώ Εύθύδημε* αλλά τά όντα μεν τρόπον τινά λέγει, ού μέντοι ώς γε έχει. ΓΤώς λέγεις, έφη ό ίο Διονυσόδωρος, ώ Κτήσιππε; εισίν γάρ τινες οϊ | λέγουσι τά D πράγματα ώς έχει; Είσ'ιν μέντοι, έφη, οί καλοί τε κάγαθοι και οι τάληθή λέγοντες.

6-й софизмъ: если настоящій смыслъ вещей доступенъ только хорошимъ, то хорошіе дурно разсуждаютъ о дурномъ; и далѣе — такъ какъ качество разсужденія условливается предметомъ его — о холодномъ они разсуждаютъ холодно, о великомъ — велико и проч.

Τί ουν; ή δ3 δς· τάγαθά ούκ ευ, έφη, έχει, τά δε κακά κακώς; Συνεχώρει. Τούς δε καλούς τε και αγαθούς ομολογείς 15 λέγειν ώς έχει τά πράγματα; Όμολογώ. Κακώς άρα, έφη, λέγουσιν, ώ Κτήσιππε, οΐ αγαθοί τά κακά, εϊπερ ώς έχει λέγουσιν. Ναι μά Δία, ή δ’ δς, σφόδρα γε, τούς γουν κακούς ανθρώπους* ών σύ, εάν μοι πείθη, εύλαβήσει είναι, ϊνα | Ε μή σε οΐ αγαθοί κακώς λέγιυσιν* ώς ευ ϊσθ3 δτι κακώς λέ-2ο γουσιν οΐ αγαθοί τούς κακούς. Και τούς μεγάλους, έφη ό Εύθύδημος, μεγάλως λέγουσι και τούς θερμούς θερμώς; Μάλιστα δήπου, έφη ό Κτήσιππος. τούς γούν ψυχρούς ψυχρώς λέγουσι τε και φασιν διαλέγεσθαι. Σύ μέν, έφη ό Διονυσό-δωρος, λοιδορεί, ώ Κτήσιππε, λοιδορεί. Μά ΔΓ ούκ έγωγε, ή 25 δ3 δς, ώ Διονυσόδιυρε, έπει φιλώ σε, αλλά νουθετώ σέ ώς έταΐρον και πειρώμαι πείθειν μηδέποτε εναντίον εμού ούτως άγροίκως λέγειν, δτι εγώ τούτους | βούλομαι έξολωλέναι ούς 285 περί πλείστου ποιούμαι.


Тот же текст в современной орфографии

ρήτορες όταν λέγωσιν εν τώ δήμψ, ούδέν πράττουσι; Πράττουσι μεν ουν, ή δ* ός. Ούκούν εϊπερ πράττουσι, και ποιοϋσι; Ναί. | C Τό λέγειν άρα πράττειν τε και ποιεΐν έστίν; Ώμολόγησεν.

Ούκ άρα τά γε μή δντ3 έφη λέγει ουδείς* ποιοι γάρ αν ήδη s τί* σύ δε ώμολόγηκας τό μή δν μή οΐόν τ’ είναι μη δε ποιεΐν ώστε κατά τό σόν ούδεις ψευδή λέγει, άλλ3 ειπερ λέγει Διονυσό-δωρος, τάληθή τε και τά όντα λέγει.

Ктезипп замечает, что здесь понятие сущего употреблено не так как оно есть·, например — во мнении людей хороших.

Νή Δία, έφη о Κτήσιππως, ώ Εύθύδημε* αλλά τά όντα μεν τρόπον τινά λέγει, ού μέντοι ώς γε έχει. ΓΤώς λέγεις, έφη ό ίο Διονυσόδωρος, ώ Κτήσιππε; εισίν γάρ τινες οϊ | λέγουσι τά D πράγματα ώς έχει; Είσ'ιν μέντοι, έφη, οί καλοί τε κάγαθοι και οι τάληθή λέγοντες.

6-й софизм: если настоящий смысл вещей доступен только хорошим, то хорошие дурно рассуждают о дурном; и далее — так как качество рассуждения условливается предметом его — о холодном они рассуждают холодно, о великом — велико и проч.

Τί ουν; ή δ3 δς· τάγαθά ούκ ευ, έφη, έχει, τά δε κακά κακώς; Συνεχώρει. Τούς δε καλούς τε και αγαθούς ομολογείς 15 λέγειν ώς έχει τά πράγματα; Όμολογώ. Κακώς άρα, έφη, λέγουσιν, ώ Κτήσιππε, οΐ αγαθοί τά κακά, εϊπερ ώς έχει λέγουσιν. Ναι μά Δία, ή δ’ δς, σφόδρα γε, τούς γουν κακούς ανθρώπους* ών σύ, εάν μοι πείθη, εύλαβήσει είναι, ϊνα | Ε μή σε οΐ αγαθοί κακώς λέγιυσιν* ώς ευ ϊσθ3 δτι κακώς λέ-2ο γουσιν οΐ αγαθοί τούς κακούς. Και τούς μεγάλους, έφη ό Εύθύδημος, μεγάλως λέγουσι και τούς θερμούς θερμώς; Μάλιστα δήπου, έφη ό Κτήσιππος. τούς γούν ψυχρούς ψυχρώς λέγουσι τε και φασιν διαλέγεσθαι. Σύ μέν, έφη ό Διονυσό-δωρος, λοιδορεί, ώ Κτήσιππε, λοιδορεί. Μά ΔΓ ούκ έγωγε, ή 25 δ3 δς, ώ Διονυσόδιυρε, έπει φιλώ σε, αλλά νουθετώ σέ ώς έταΐρον και πειρώμαι πείθειν μηδέποτε εναντίον εμού ούτως άγροίκως λέγειν, δτι εγώ τούτους | βούλομαι έξολωλέναι ούς 285 περί πλείστου ποιούμαι.