Страница:Евтидем (Платон, 1878).pdf/79

Эта страница не была вычитана
— 74 —

ατε έπιθυμών αυτής. ΤΤώς γάρ ούκ απορώ, έφη, και εγώ και οι άλλοι απαντες άνθρωποι, δ μή έστι; Τί λέγεις, ήν δ’ εγώ, ώ Διονυσόδωρε; ού τό καλόν καλόν έστιν και τό αισχρόν αισχρόν; Έάν έμοιγε, έφη, δοκή. ΟύκοΟν δοκεΐ; Πάνυ 5 γε, εφη. ΟύκοΟν και τό ταύτόν ταύτόν και τό έτερον έτερον; ού γάρ δήπου τό γε έτερον ταύτόν, άλλ' έγωγε ούδ5 αν παΐδα ωμήν τούτο άπορήσαι, | ως ού τό έτερον έτερόν C έστιν. άλλ3 ώ Διονυσόδωρε τούτο μέν έκών παρήκας, έπεί τα άλλα μοι δοκεΐτε ώσπερ οι δημιουργοί α έκάστοις προ-10 σήκει άπεργάίεσθαι και υμείς τό διαλέγεσθαι παγκάλως άπερ-γά£εσθαι.

  • 19-й софизмъ: если мяснику прилично колоть, то кто колетъ .мясника тотъ дѣлаетъ приличное (параллель: если ученику прилично учить, то кто учитъ ученика тотъ дѣлаетъ приличное).

Οϊσθα ούν, έφη, δ τι προσήκει έκάστοις τών δημιουργών; πρώτον τίνα χαλκεύειν προσήκει, οϊσθα; Έγωγε* δτι χαλκέα.

Τί δέ κεραμεύειν; Κεραμέα. Τί δε σφάττειν τε και έκδέρειν is και τά κρέα μικρά κατακόψαντα έψειν και όπτάν; | Μάγειρον, ήν δ' εγώ. ΟύκοΟν έάν τις. έφη, τά προσήκοντα πράτ- D τη, όρθώς πρά£ει; Μάλιστα. Προσήκει δέ γε, ως φής, τον μάγειρον κατακόπτειν και έκδέρειν; ώμολόγησας ταυτα ή ού; Ώμολόγησα, έφην, αλλά συγγνώμην μοι έχε. Δήλον τοίνυν,

20 ή δ3 ός, ότι άν τις σφάκας τό μάγειρον και κατακόψας έψήση, και όπτήση, τά ποσήκοντα ποιήσει* και έάν τον χαλκέα τις αυ χαλκεύη και τον κεραμέα κεραμεύη, και ούτος τά προσήκοντα πράΗει. |

  • 20-ίί софизмъ: если мое животное то, которое я могу продать, подарить и т. д., и если яшвотное есть существо одушевленное, то и бога, котораго я называю моимъ и который также есть существо одушевленное, я, значитъ, могу продать, подарить и т. д.

XXVIII. Πόσειδον, ήν δ3 έγώ, ήδη κολοφώνα έπιτιθεΐς Ε 25 τή σοφία, άρά μοί ποτέ αύτη παραγενήσεται, ώστε μοι οικεία γενέσθαι; Έπιγνοίης αν αύτήν, ώ Σώκρατες, έφη, οικείαν γε-νομένην; Έάν σύ γε βούλη, έφην έγώ, δηλονότι. Τί δέ, ή δ3 ός, τά σαυτου οΐει γιγνώσκειν; Ei μή τι σύ άλλο λέγεις* από


Тот же текст в современной орфографии

ατε έπιθυμών αυτής. ΤΤώς γάρ ούκ απορώ, έφη, και εγώ και οι άλλοι απαντες άνθρωποι, δ μή έστι; Τί λέγεις, ήν δ’ εγώ, ώ Διονυσόδωρε; ού τό καλόν καλόν έστιν και τό αισχρόν αισχρόν; Έάν έμοιγε, έφη, δοκή. ΟύκοΟν δοκεΐ; Πάνυ 5 γε, εφη. ΟύκοΟν και τό ταύτόν ταύτόν και τό έτερον έτερον; ού γάρ δήπου τό γε έτερον ταύτόν, άλλ' έγωγε ούδ5 αν παΐδα ωμήν τούτο άπορήσαι, | ως ού τό έτερον έτερόν C έστιν. άλλ3 ώ Διονυσόδωρε τούτο μέν έκών παρήκας, έπεί τα άλλα μοι δοκεΐτε ώσπερ οι δημιουργοί α έκάστοις προ-10 σήκει άπεργάίεσθαι και υμείς τό διαλέγεσθαι παγκάλως άπερ-γά£εσθαι.

  • 19-й софизм: если мяснику прилично колоть, то кто колет .мясника тот делает приличное (параллель: если ученику прилично учить, то кто учит ученика тот делает приличное).

Οϊσθα ούν, έφη, δ τι προσήκει έκάστοις τών δημιουργών; πρώτον τίνα χαλκεύειν προσήκει, οϊσθα; Έγωγε* δτι χαλκέα.

Τί δέ κεραμεύειν; Κεραμέα. Τί δε σφάττειν τε και έκδέρειν is και τά κρέα μικρά κατακόψαντα έψειν και όπτάν; | Μάγειρον, ήν δ' εγώ. ΟύκοΟν έάν τις. έφη, τά προσήκοντα πράτ- D τη, όρθώς πρά£ει; Μάλιστα. Προσήκει δέ γε, ως φής, τον μάγειρον κατακόπτειν και έκδέρειν; ώμολόγησας ταυτα ή ού; Ώμολόγησα, έφην, αλλά συγγνώμην μοι έχε. Δήλον τοίνυν,

20 ή δ3 ός, ότι άν τις σφάκας τό μάγειρον και κατακόψας έψήση, και όπτήση, τά ποσήκοντα ποιήσει* και έάν τον χαλκέα τις αυ χαλκεύη και τον κεραμέα κεραμεύη, και ούτος τά προσήκοντα πράΗει. |

  • 20-ίί софизм: если мое животное то, которое я могу продать, подарить и т. д., и если яшвотное есть существо одушевленное, то и бога, которого я называю моим и который также есть существо одушевленное, я, значит, могу продать, подарить и т. д.

XXVIII. Πόσειδον, ήν δ3 έγώ, ήδη κολοφώνα έπιτιθεΐς Ε 25 τή σοφία, άρά μοί ποτέ αύτη παραγενήσεται, ώστε μοι οικεία γενέσθαι; Έπιγνοίης αν αύτήν, ώ Σώκρατες, έφη, οικείαν γε-νομένην; Έάν σύ γε βούλη, έφην έγώ, δηλονότι. Τί δέ, ή δ3 ός, τά σαυτου οΐει γιγνώσκειν; Ei μή τι σύ άλλο λέγεις* από